αζήτητος

αζήτητος
η , ο [ος , ον ]
1) не находящий спроса, не требующийся; 2) не нашедший спроса, залежавшийся, залежалый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αζήτητος" в других словарях:

  • ἀζήτητος — masc/fem nom sg ἀζητητος unexamined masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αζήτητος — η, ο (Α ἀζήτητος, ον) νεοελλ. 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν τόν ζητούν, που δεν έχει μεγάλη κατανάλωση, ο απούλητος 2. αυτός που εγκαταλείφθηκε κάπου και κανείς δεν τόν ζήτησε 3. αδιεκδίκητος, αδιαφιλονίκητος αρχ. ανεξέταστος, ανερεύνητος.… …   Dictionary of Greek

  • αζήτητος — η, ο αυτός που δε ζητιέται: Στις αποθήκες του τελωνείου υπάρχουν πολλές φορές αζήτητα εμπορεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀζητήτως — ἀζήτητος adverbial ἀζήτητος masc/fem acc pl (doric) ἀζητητος unexamined adverbial ἀζητητος unexamined masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζήτητον — ἀζήτητος masc/fem acc sg ἀζήτητος neut nom/voc/acc sg ἀζητητος unexamined masc/fem acc sg ἀζητητος unexamined neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζητήτοις — ἀζήτητος masc/fem/neut dat pl ἀζητητος unexamined masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζητήτου — ἀζήτητος masc/fem/neut gen sg ἀζητητος unexamined masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζητήτους — ἀζήτητος masc/fem acc pl ἀζητητος unexamined masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζητήτῳ — ἀζήτητος masc/fem/neut dat sg ἀζητητος unexamined masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζήτητα — ἀζήτητος neut nom/voc/acc pl ἀζητητος unexamined neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζήτητοι — ἀζήτητος masc/fem nom/voc pl ἀζητητος unexamined masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»